επιδινώ

επιδινώ
ἐπιδινῶ, -έω (Α)
1. περιστρέφω, στριφογυρίζω κάτι για να τό εκσφενδονίσω
2. μέσ. ἐπιδινοῡμαι
στριφογυρίζω στον νου μου, συλλογίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δινέω, -ώ (< δίνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιδίνω — βλ. επιδίδω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιδινῶ — ἐπιδινέω whirl for pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιδινέω whirl for pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπιδῑνῶ , ἐπιδινέω whirl for pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιδῑνῶ , ἐπιδινέω whirl for pres ind act 1st sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιδινεύω — ἐπιδινεύω (Α) επιδινώ …   Dictionary of Greek

  • επιδίδω — και επιδίνω επέδωσα, επιδόθηκα, επιδομένος, ως μτβ. 1. δίνω κάτι σε κάποιον, του το παραδίνω στο χέρι: Επέδωσα την επιστολή. 2. κοινοποιώ επίσημα κάποιο έγγραφο στην αρμόδια αρχή: Ο πρεσβευτής επέδωσε τα διαπιστευτήριά του. Ως αμτβ. 3. σπν.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”